«Η Εθνική μετά την ανακεφαλαιοποίησή της και τις κεφαλαιακές δράσεις που έχουν δρομολογηθεί ήδη, έχει ξεκάθαρη υπεροχή σε κεφαλαιακή επάρκεια, ισχυρή ρευστότητα και επαρκείς προβλέψεις», τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας κ. Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» μετά την πώληση της Finansbank.
Όπως σημειώνει, «ως η μόνη τράπεζα με δείκτη δανείων προς καταθέσσεις κάτω της μονάδας και με τη μεγαλύτερη ρευστότητα στο σύστημα, θα διοχετεύσει ρευστότητα στην οικονομία».
Σύμφωνα με τον ίδιο η Εθνική «δεν σταμάτησε ούτε το τελευταίο έτος να παρέχει ρευστότητα στο σύτημα. Από εδώ και πέρα δε, είναι και η βασική μας προτεραιότητα η οποία δεν είναι ένας απλός στόχος αλλά και ρεαλιστική καθημερινότητα για εμάς».
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πώληση της Finansbank ο κ. Φραγκιαδάκης τονίζει, ότι «μία επένδυση κρίνεται από όλες τις φάσεις της: την εξαγορά, την περίοδο διακράτησης και την έξοδο από την επένδυση».
Όπως εξηγεί, «κατά την περίοδο διακράτησης της επένδυσης η Εθνική ωφελήθηκε από ισχυρή κερδοφορία. Στο σύνολό του ο όμιλος κέρδισε πάνω από 7 δισ. τουρκικές λίρες από το 2008 καιαν κανείς αναλογιστεί τη μειωμένη κερδοφορία στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, αποτέλεσε ξεκάθαρο πλεονέκτημα για την Εθνική».
«Οι αποφάσεις που παίρνουμε σήμερα, δεν πρέπει να υποβάλλονται στο παρελθόν. Σε αυτήν την περίπτωση, θα οδηγούσαμε με το κεφάλι γυρισμένο πίσω. Οι συναλλαγές πρέπει να κρίνονται πάντοτε βάσει του ευρύτερου περιβάλλοντος και της χρονικής στιγμής που συμβαίνουν», επισημαίνει ο κ. Φραγκιαδάκης και συμπληρώνει:
«Η απόφαση για την πώληση της Finansbank ελήφθη βάσει των τρεχουσών κεφαλαιακών αναγκών της ΕΤΕ και του ρίσκου που εμπεριείχε η παραμονή της στην τουρκική αγορά μέσω της Finansbank».
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής, «το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι απολύτως ικανοποιητικό, δεδομένων των άμεσων αλλά και μακροπρόθεσμων πλεονεκτημάτων που επιτυγχάνονται για την ΕΤΕ».
Όπως σημειώνει, «το τίμημα της εξόδου αυτήν τη στιγμή είναι υψηλότερο από τους μέσους δείκτες της τουρκικής αγοράς και αυτό αποτελεί σημαντικό στοιχείο. Το τίμημα όμως πιάνει μόνο μία πλευρά από τα οφέλη. Η έξοδος, και αν είναι επιτυχής ή όχι, κρίνεται, τέλος, και από το τι εναλλακτική χρήση θα έχουν τα κεφάλαια που θα αποκτήσουμε από την έξοδο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή».
Αναφερόμενος στο όφελος που έχει η Εθνική από την πώληση της Finansbank, ο κ. Φραγκιαδάκης τονίζει: «Το ύψος της συναλλαγής ανέρχεται σε 3,5 δισ. ευρώ. Μετά την πώληση η Εθνική θα έχει ύψος κεφαλαίων χωρίς προηγούμενο στην τραπεζική αγορά μας, έτσι θα μπορεί να είναι αυτή που θα πρωτοστατήσει στην υποστήριξη της εγχώριας οικονομίας, που αυτήν τη στιγμή νομίζω πως είναι το κύριο μέλημα της χώρας».
«Δεύτερον, θα επωφεληθεί άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των CoCos (ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης τα οποία η ΕΤΕ έλαβε ως κρατική βοήθεια στο πλαίσιο της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης), που θα μειώσει τα χρηματοδοτικά κόστη της Εθνικής σημαντικά, υπολογίζουμε πάνω από 150 εκατ. ετησίως».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «εδώ τίθεται και το γενικότερο θέμα της μείωσης της κρατικής βοήθειας που θα επιτευχθεί με την έξοδο από τη Finansbank. Το ελληνικό κράτος, οι Έλληνες φορολογούμενοι αλλά και οι ξένες Αρχές έχουν όλοι όφελος από τη μείωση της κρατικής ενίσχυσης», υποστηρίζει.
Τρίτο όφελος, σύμφωνα με τον κ. Φραγκιαδάκη, «είναι η διευκόλυνση αποπληρωμής του υψηλού κόστους των ομολόγων του Πυλώνα ΙΙ (ομόλογα με εγγύηση ελληνικού Δημοσίου που εισφέρονται ως ενέχυρο στο Ευρωσύστημα για άντληση ρευστότητας) και η μείωση της χρηματοδότησης μέσω ELA, με άμεσο όφελος περί τα 100 εκατ. ετησίως».
«Η Εθνική είναι ήδη η τράπεζα με τη μικρότερη εξάρτηση από το Ευρωσύστημα, η πλήρης απεμπλοκή θα επιτευχθεί άμεσα και ευκολότερα, δημιουργώντας επιπλέον όφελος τόσο στην τράπεζα όσο και στους μετόχους μας», αναφέρει.
Τέλος, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ επισημαίνει μια τέταρτη διάσταση που είναι εξίσου σημαντική: «Τώρα που η χώρα έχει ανάγκη από ρευστότητα, είναι προτιμότερο τα κεφάλαια της Εθνικής να διοχετεύονται εκεί όπου είναι οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την έξοδο της χώρας από την ύφεση».
Όπως σημειώνει, «ως η μόνη τράπεζα με δείκτη δανείων προς καταθέσσεις κάτω της μονάδας και με τη μεγαλύτερη ρευστότητα στο σύστημα, θα διοχετεύσει ρευστότητα στην οικονομία».
Σύμφωνα με τον ίδιο η Εθνική «δεν σταμάτησε ούτε το τελευταίο έτος να παρέχει ρευστότητα στο σύτημα. Από εδώ και πέρα δε, είναι και η βασική μας προτεραιότητα η οποία δεν είναι ένας απλός στόχος αλλά και ρεαλιστική καθημερινότητα για εμάς».
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την πώληση της Finansbank ο κ. Φραγκιαδάκης τονίζει, ότι «μία επένδυση κρίνεται από όλες τις φάσεις της: την εξαγορά, την περίοδο διακράτησης και την έξοδο από την επένδυση».
Όπως εξηγεί, «κατά την περίοδο διακράτησης της επένδυσης η Εθνική ωφελήθηκε από ισχυρή κερδοφορία. Στο σύνολό του ο όμιλος κέρδισε πάνω από 7 δισ. τουρκικές λίρες από το 2008 καιαν κανείς αναλογιστεί τη μειωμένη κερδοφορία στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης, αποτέλεσε ξεκάθαρο πλεονέκτημα για την Εθνική».
«Οι αποφάσεις που παίρνουμε σήμερα, δεν πρέπει να υποβάλλονται στο παρελθόν. Σε αυτήν την περίπτωση, θα οδηγούσαμε με το κεφάλι γυρισμένο πίσω. Οι συναλλαγές πρέπει να κρίνονται πάντοτε βάσει του ευρύτερου περιβάλλοντος και της χρονικής στιγμής που συμβαίνουν», επισημαίνει ο κ. Φραγκιαδάκης και συμπληρώνει:
«Η απόφαση για την πώληση της Finansbank ελήφθη βάσει των τρεχουσών κεφαλαιακών αναγκών της ΕΤΕ και του ρίσκου που εμπεριείχε η παραμονή της στην τουρκική αγορά μέσω της Finansbank».
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής, «το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι απολύτως ικανοποιητικό, δεδομένων των άμεσων αλλά και μακροπρόθεσμων πλεονεκτημάτων που επιτυγχάνονται για την ΕΤΕ».
Όπως σημειώνει, «το τίμημα της εξόδου αυτήν τη στιγμή είναι υψηλότερο από τους μέσους δείκτες της τουρκικής αγοράς και αυτό αποτελεί σημαντικό στοιχείο. Το τίμημα όμως πιάνει μόνο μία πλευρά από τα οφέλη. Η έξοδος, και αν είναι επιτυχής ή όχι, κρίνεται, τέλος, και από το τι εναλλακτική χρήση θα έχουν τα κεφάλαια που θα αποκτήσουμε από την έξοδο στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή».
Αναφερόμενος στο όφελος που έχει η Εθνική από την πώληση της Finansbank, ο κ. Φραγκιαδάκης τονίζει: «Το ύψος της συναλλαγής ανέρχεται σε 3,5 δισ. ευρώ. Μετά την πώληση η Εθνική θα έχει ύψος κεφαλαίων χωρίς προηγούμενο στην τραπεζική αγορά μας, έτσι θα μπορεί να είναι αυτή που θα πρωτοστατήσει στην υποστήριξη της εγχώριας οικονομίας, που αυτήν τη στιγμή νομίζω πως είναι το κύριο μέλημα της χώρας».
«Δεύτερον, θα επωφεληθεί άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των CoCos (ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης τα οποία η ΕΤΕ έλαβε ως κρατική βοήθεια στο πλαίσιο της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης), που θα μειώσει τα χρηματοδοτικά κόστη της Εθνικής σημαντικά, υπολογίζουμε πάνω από 150 εκατ. ετησίως».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «εδώ τίθεται και το γενικότερο θέμα της μείωσης της κρατικής βοήθειας που θα επιτευχθεί με την έξοδο από τη Finansbank. Το ελληνικό κράτος, οι Έλληνες φορολογούμενοι αλλά και οι ξένες Αρχές έχουν όλοι όφελος από τη μείωση της κρατικής ενίσχυσης», υποστηρίζει.
Τρίτο όφελος, σύμφωνα με τον κ. Φραγκιαδάκη, «είναι η διευκόλυνση αποπληρωμής του υψηλού κόστους των ομολόγων του Πυλώνα ΙΙ (ομόλογα με εγγύηση ελληνικού Δημοσίου που εισφέρονται ως ενέχυρο στο Ευρωσύστημα για άντληση ρευστότητας) και η μείωση της χρηματοδότησης μέσω ELA, με άμεσο όφελος περί τα 100 εκατ. ετησίως».
«Η Εθνική είναι ήδη η τράπεζα με τη μικρότερη εξάρτηση από το Ευρωσύστημα, η πλήρης απεμπλοκή θα επιτευχθεί άμεσα και ευκολότερα, δημιουργώντας επιπλέον όφελος τόσο στην τράπεζα όσο και στους μετόχους μας», αναφέρει.
Τέλος, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ επισημαίνει μια τέταρτη διάσταση που είναι εξίσου σημαντική: «Τώρα που η χώρα έχει ανάγκη από ρευστότητα, είναι προτιμότερο τα κεφάλαια της Εθνικής να διοχετεύονται εκεί όπου είναι οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την έξοδο της χώρας από την ύφεση».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου