Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Ποιοι κρατάνε τα ελληνικά μουσεία πίσω;

Ένας από τους τομείς, του οποίου την υστέρηση σε σχέση με την Ευρώπη, αποκάλυψε η οικονομική κρίση, είναι η διαχείριση του πολιτιστικού μας κεφαλαίου. Και αυτό συνέβη, διότι όχι μόνον έγιναν μόνο οικονομικές έρευνες που φέρνουν στο φως στοιχεία για το πόσα χρήματα χάνουμε από την ανύπαρκτη ή πλημμελή αξιοποίηση αλλά και πόσες θέσεις εργασίας θα μπορούσε να δημιουργήσει μια διαφορετική στρατηγική. 

Στην αιχμή αυτού του πεδίου είναι τα μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι της Ελλάδας, που παρότι υπερέχουν από την πλευρά του ιστορικού βάθους και του φυσικού κάλλους, έχουν εξαιρετικά υποβαθμισμένες υπηρεσίες. Φέρτε στο νου σας την τελευταία φορά που επισκεφθήκατε ένα ελληνικό δημόσιο μουσείο και συγκρίνετέ το με κάποιο δυτικοευρωπαϊκό και θα δείτε αμέσως την διαφορά.
Με εξαίρεση το Μουσείο της Ακρόπολης, που είναι σε καλύτερη κατάσταση, από όλα τα υπόλοιπα είναι σαφές ότι η ιστοσελίδα (αν υπάρχει) θα είναι πολύ «φτωχότερη» ή κακοσχεδιασμένη. Ορισμένες φορές λείπουν βασικές πληροφορίες για την πρόσβαση ατόμων με ειδικές ανάγκες. Δεν υφίσταται διαδικτυακό πωλητήριο αλλά ακόμα και το πραγματικό κατάστημα εντός του κτιρίου, δεν θα έχει μεγάλη γκάμα αντικειμένων. Το σπουδαιότερο; Δεν υπάρχει η δυνατότητα αγοράς ηλεκτρονικού ομαδικού εισιτηρίου, κάτι που θα έβαζε τέρμα στις τεράστιες ουρές που σχηματίζονται λ.χ. έξω από τον ιερό βράχο όπου οι τουρίστες πρέπει να εισέρχονται ένας – ένας για να ελεγχθούν. Σε αυτό προσθέστε, ότι δεν έχουν μπει σε λειτουργία apps για κινητά τηλέφωνα και ταμπλέτες που βοηθούν στην ξενάγηση. Και αν ήδη από την παραπάνω περιγραφή τεκμηριώνεται η μέχρι τώρα εγκληματική αδιαφορία από την μεριά του κράτους, πρέπει να δεχθούμε ότι οι επισκέπτες μας συχνά εκφράζουν παράπονα και για πιο στοιχειώδη και αυτονόητα θέματα που είναι το ωράριο (ευτυχώς διευρύνθηκε σε ορισμένους χώρους) και η κατάσταση στις τουαλέτες.
Τι συμβαίνει άραγε και είμαστε τόσο πίσω; Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα πωλητήρια τους, τα εντευκτήρια και δύο εργαστήρια παραγωγής εκμαγείων διοικούνται σήμερα από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Είναι ο φορέας που μαζεύει τα εσοδα και που χαράσσει την στρατηγική για τις πωλήσεις, τα αντικείμενα που βρίσκονται στα πωλητήρια κλπ. Ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αργότερα η κατάσταση έγινε πιο περίπλοκη με την προσθήκη του Οργανισμού Προώθησης Ελληνικού Πολιτισμού, ενός «αμαρτωλού» με πολλά σκάνδαλα φορέα - που δεν υπάρχει πια αλλά εξαιτίας του δημιουργήθηκαν μαύρες τρύπες. Ο ΤΑΠΑ θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα του άμεσα και ήδη ο νέος υπουργός Πολιτισμού, Νίκος Ξυδάκης, έχει πάρει την μεγάλη απόφαση να αλλάξει άρδην τα δεδομένα, με τον διορισμό ενός νέου Δ.Σ. που απαρτίζεται από ανθρώπους σχετικούς με το αντικείμενο και όχι αποτυχημένους πολιτευτές. Ποιο είναι το βαρύ έργο που πρέπει να φέρουν σε πέρας;
Ας δούμε μια περίπτωση που τα συμπυκνώνει όλα: Τον Σεπτέμβριο του 2014 λ.χ. στο πωλητήριο του Εθνικού Αρχαιολογικό Μουσείο, είχαν εξαντληθεί οι αγγλόφωνοι οδηγοί (βιβλία και οι σακούλες. Είχαν καεί σχεδόν οι μισές λάμπες στο πωλητήριο, που ήταν στο μισοσκόταδο. Οι εργαζόμενες, που προσπαθούσαν να κάνουν καλά την δουλειά τους όσο καλά μπορούσαν, ήταν προσωπικό που απορροφήθηκε στο ΕΑΜ από την Ολυμπιακή Αεροπορία. Και στα ράφια, έβρισκε κανείς ορισμένα χαριτωμένα αντικείμενα αλλά τον μεγαλύτερο χώρο έπιαναν προτομές που ζύγιζαν δεκάδες κιλά και για τις οποίες δεν υπήρχε υπηρεσία να σταλούν ταχυδρομικά. Στους γύρω δρόμους μέχρι πριν από μερικούς μήνες συναντούσε κανείς τοξικομανείς ενώ το καφέ έξω και το εντευκτήριο μέσα στο μουσείο, χρειάζονται οπωσδήποτε εκσυγχρονισμό. Αντιθέτως αν κάποιος επισκεπτόταν την ναυαρχίδα των Μουσείων της Γαλλίας όπως είναι το Λούβρο ή αντίστοιχα το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, δεν θα ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει από τα σουβενίρ, θα είχε ξεναγηθεί από την εφαρμογή στο κινητό του και θα επιθυμούσε μια ημέρα να ξαναγυρίσει εκεί, μιας και η εμπειρία του ήταν καταπληκτική. Θα πει κανείς ότι τα δικά μας εισιτήρια είναι φθηνότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ενδεικτικά: Το εισιτήριο για τις Βερσαλλίες είναι 18 ευρώ, στο Κολοσσαίο 12, στο Πράδο και στο Λούβρο 12, στις Μυκήνες 8, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 7 και στο Μουσείο της Ακρόπολης 5 ευρώ.) αλλά αυτό δεν λέει απολύτως τίποτα για την ποιότητα των υπηρεσιών μας.
Το μυστικό βρίσκεται στην λέξη «εμπειρία». Οσο ωραία αγάλματα κλασικής τέχνης και αν έχουμε, τίποτα δεν μπορεί να ισοφαρίσει μια βρώμικη τουαλέτα, έναν κακότροπο υπάλληλο ή μια ουρά δύο ωρών υπό τον καυτό ελληνικό ήλιο για να φτάσεις στην είσοδο. Συνεπώς, οι τουρίστες έρχονται μεν για πρώτη φορά στα μουσεία μας, αλλά ακόμα και αν επιστρέψουν στην χώρα μας για διακοπές, δεν ξαναπερνούν το κατώφλι τους. Ας δούμε δύο σοβαρές έρευνες που έκανε η εταιρεία συμβούλων McKinsey. Η πρώτη είχε τίτλο «Greece 10 years ahead» και παρουσιάστηκε το 2012, σε συνεργασία με τον ΣΕΒ. Η μελέτη είχε προτείνει την υιοθέτηση ενός μοντέλου ανάπτυξης που θα μπορούσε μέσα στον ορίζοντα αυτόν να δημιουργήσει σχεδόν 50 δις ευρώ προστιθέμενη αξία (55 σε όρους ΑΕΠ) και πάνω από μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Ο πρώτος πυλώνας πάνω στον οποίον θα στηριζόταν η αλλαγή είναι ο τουρισμός. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά την έρευνα θα έβλεπε ότι διαφαινόταν και μια άλλη μεγάλη ευκαιρία. Η ανάπτυξη της Ελλάδας ως κέντρο για κλασικές σπουδές, μιας και υπάρχει η προνομιακή σχέση με την ιστορία, τα μνημεία, την γεωγραφία και την φυσική καλλονή.
Ας πάμε σε μια δεύτερη, πιο πρόσφατη μελέτη από την ίδια εταιρεία που έγινε από την ίδια εταιρεία σε συνεργασία με τον ΣΕΤΕ και αφορούσε μεταξύ άλλων την βελτίωση των υπηρεσιών σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, το μέσο έσοδο ανά επισκέπτη στην Ελλάδα ήταν –με βάση τα στοιχεία του 2011– μόλις 6,1 ευρώ έναντι 19,7 ευρώ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τα έσοδα από τους τουριστικούς χώρους και τα μουσεία στην Ελλάδα προέρχονται, ακόμα και σήμερα, κατά 86% από τα εισιτήρια στην πόρτα Στην Αγγλία καλύπτει μόλις το 26% των συνολικών εσόδων, ενώ στη Γαλλία ακόμη μικρότερο. Ο συντριπτικός όγκος των εσόδων από τους αρχαιολογικούς χώρους προέρχεται από τα πωλητήριά τους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2011, ενώ στην Ελλάδα το μέσο έσοδο ανά επισκέπτη από τα πωλητήρια είναι μόλις 0,2 ευρώ, στη Γαλλία και στον αντίστοιχο δικό τους οργανισμό (RNM) φτάνει στα 6,5 ευρώ. Στην ίδια έρευνα, η «Μακίνζεϊ» έθεσε το ερώτημα αναφορικά με το τι γνωρίζουν οι επισκέπτες ή οι πιθανοί επισκέπτες της Ελλάδας για τη χώρα ως τόπο πολιτιστικού προορισμού. Προέκυψε ότι 42% τη γνώριζαν (σ.σ. το 2008), 22% την είχαν επισκεφθεί, αλλά μόλις το 12% ήταν πιθανό να επιστρέψει. Αντίστοιχα στην Ισπανία τα ποσοστά ήταν 43%, 23% και 20% και στην Ιταλία 47%, 25% και 23%. Στη Γαλλία (αλλά εκτός Παρισιού) 34%, 15%, 14% και στην Αίγυπτο 47%, 19%, 15%. Από τους ανταγωνιστικούς προορισμούς μόνο η Τουρκία εμφάνιζε χαμηλό ποσοστό πληροφόρησης 19%, με χαμηλό ποσοστό επισκεψιμότητας (6%) και ακόμα λιγότερους που ήθελαν να την ξαναεπισκεφθούν (3%)...
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου