«Η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης, αλλά σε φάση στασιμότητας» διαπιστώνει μεταξύ άλλων, το ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ, στο εξαμηνιαίο δελτίο οικονομικής συγκυρίας.
Όπως επισημαίνει αναλυτικά, η σχετική άρση της αβεβαιότητας της προηγούμενης περιόδου, στην οποία συνετέλεσε η ολοκλήρωση της α' αξιολόγησης και η σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος, δεν υπήρξε αρκετή για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Ως αποτέλεσμα, παρά τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε μια φάση σταθεροποίησης - αργή αποκλιμάκωση των υψηλών ποσοστών ανεργίας, βελτίωση των όρων του εξωτερικού εμπορίου, σχετική σταθεροποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών - δεν είναι δυνατό να γίνει ακόμα λόγος για ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά μάλλον για στασιμότητα.
Οικονομικός δυϊσμός
Φαίνεται, λοιπόν - αναφέρει η έκθεση - ότι τείνει να παγιωθεί ένας νέος οικονομικός δυϊσμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος πιθανότατα θα προκαλέσει έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις προς τις μικρές επιχειρήσεις, θα ενισχύσει τη μερική απασχόληση και θα οδηγήσει σε διευρυμένα ποσοστά άτυπων μορφών απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού έκανε αισθητή την παρουσία της από το καλοκαίρι του 2015, όταν οι επιπτώσεις της δεύτερης φάσης ύφεσης έτειναν να πλήξουν κυρίως τη μικρή επιχειρηματικότητα, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις, οι οποίες επέδειξαν σημάδια αντοχής στην πρώτη φάση της ύφεσης (2010-2014), να εξαντλούν τα όρια επιβίωσης και να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο νέο κύμα λιτότητας.
Παράλληλα, αναπτύσσεται μια δεύτερη εκδοχή δυϊσμού, μεταξύ επιχειρήσεων που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και προσάρμοσαν τα οικονομικά τους στοιχεία σε μια δύσκολη συγκυρία διατηρώντας χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον, και εκείνων των επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της κρίσης, οι οποίες αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και προσαρμογής στο νέο περιβάλλον.
Ανατροφοδοτούμενη στασιμότητα
Το ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ προειδοποιεί στη συνέχεια, ότι τα επώδυνα και εμπροσθοβαρή μέτρα που συνοδεύουν το τρίτο πρόγραμμα οδηγούν σε ένα νέο κύκλο ανατροφοδοτούμενης στασιμότητας και έλλειψης προοπτικών, καθώς λειτουργούν ως τροχοπέδη στην εγγενή τάση της επιχειρηματικότητας για αναζήτηση νέων επενδυτικών ευκαιριών και κερδοφόρων αγορών. Οι μακροοικονομικές επιδόσεις παραμένουν αναιμικές. Δυστυχώς, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα μια τέτοια πύκνωση παραγωγικών δυνάμεων ικανών να ανατρέψουν αυτόνομα το φαύλο κύκλο στασιμότητας.
Εκτιμά επίσης, ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια φάση του οικονομικού κύκλου όπου η μειωμένη ρευστότητα, το επενδυτικό κενό και η χαμηλή χρηματοδοτική ικανότητα, συνυπάρχουν με μια εξωγενώς προκληθείσα αρνητική μακροοικονομική συγκυρία. Παράλληλα, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες πρόκλησης επενδυτικού σοκ μέσα από δημόσιες επενδύσεις.
Εργαλεία ενίσχυσης των επενδύσεων
Το Ινστιτούτο εκτιμά ότι θα πρέπει να κινητοποιηθούν θεσμικά και ποσοτικά εργαλεία ενίσχυσης των επενδύσεων, όπως ο Αναπτυξιακός Νόμος και οι Δημόσιες Συμβάσεις, να αξιοποιηθούν στο ακέραιο οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι με προγράμματα προσαρμοσμένα στην ελληνική οικονομία, να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής (βελτιωμένα προγράμματα ενίσχυσης απασχόλησης και μικρής επιχειρηματικότητας, με αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάλυψη αδύναμων ομάδων έναντι των κινδύνων φτώχειας), να διευρυνθούν οι ποιοτικές οδοί για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αναδείχτηκαν μέσα στην οικονομική συγκυρία (τουριστικό προϊόν, αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα, πράσινη ενέργεια).
Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την Ελλάδα του 2020 και η πολυθρύλητη παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο με αποκλειστικά ωφελούμενους ορισμένες ομάδες ειδικών συμφερόντων, επισημαίνει το ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ και ξεκαθαρίζει ότι η απορρύθμιση των αγορών εργασίας, προϊόντος και υπηρεσιών δεν είναι αναγκαία, ούτε ικανή συνθήκη για τη βελτίωση των επενδυτικών επιδόσεων της χώρας, ούτε για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Η διεύρυνση του μεριδίου ευημερίας και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ζωή είναι όρος υπέρβασης της κρίσης.
Παράλληλα - προσθέτει - θα πρέπει να δοθούν οριστικές λύσεις για τις επιχειρήσεις που έχουν συσσωρεύσει σημαντικά χρέη, τόσο προς το δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες. Η έκθεση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς τα κόκκινα δάνεια προσεγγίζει πλέον το 45%. Μέχρι σήμερα, δεν έχει αποσαφηνιστεί το τοπίο σχετικά με το προφίλ και τις δυνατότητες των οφειλετών.
Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια πρέπει να έχει αντιστοίχιση με τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο και πρέπει να αποσκοπεί στην ελάφρυνση των αδύναμων και τον περιορισμό των κατ’ επάγγελμα κακοπληρωτών. Η ομηρία από τα χρέη πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη ευκαιρία, με ουσιαστική στήριξη όσων επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά, καταλήγει το Ινστιτούτο.
Στοιχεία μικρών επιχειρήσεων
Η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2016 καταδεικνύει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και ενός μικρού σταθερού ποσοστού (που κυμαίνεται διαχρονικά στο 5-7%) που φαίνεται να μην επηρεάζεται από την κρίση. Η έναρξη της υλοποίησης του γ΄ εμπροσθοβαρούς μνημονιακού προγράμματος εγκαινιάζει μια νέα φάση στασιμότητας. Το 69,2% των ερωτώμενων (7 στις 10 επιχειρήσεις) δηλώνει επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, (και μόνο το 7,6% παρουσιάζει βελτίωση), γεγονός που συντηρεί το λόγο θετικών - αρνητικών αποτιμήσεων στο 1:10.
Σε χειρότερη κατάσταση, με μεγάλη απόκλιση βρίσκονται οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι (οι αρνητικές αποτιμήσεις ανέρχονται στο 67,8 % για τις επιχειρήσεις με έως 1 άτομο προσωπικό). Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος καταγράφεται και στα επί μέρους πραγματικά μεγέθη των επιχειρήσεων. Μάλιστα, η αφαίρεση του ψυχολογικού παράγοντα (μεροληψία αισιοδοξίας για το μέλλον) και η επικέντρωση στα αντικειμενικά μικροοικονομικά δεδομένα της επιχείρησης, οδηγεί σε δυσμενέστερες αποτιμήσεις.
Ειδικότερα, ο παράγοντας ρευστότητα διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων, τέτοια που να μην προοιωνίζεται μεσοπρόθεσμα την επενδυτική άνοιξη στην οποία προσβλέπει η επιχειρηματική κοινότητα. Επιδείνωση δεικτών σημειώνεται:
- στον κύκλο εργασιών για το 66,3% των επιχειρήσεων
- στη ζήτηση για το 63,8%
- στη ρευστότητα το 75,8%
- στις παραγγελίες το 69,5%
- στις επενδύσεις: αύξηση καταγράφει το 9,1%, μείωση το 37,5% και στασιμότητα το 51,3%.
Αναφορικά με το επίπεδο τιμών αγαθών/υπηρεσιών της επιχείρησης, το 7,7% δηλώνει αύξηση, το 46,3% μείωση, και το 45,4% καμιά μεταβολή. Ως προς την κερδοφορία, σχεδόν το 20% δηλώνει ότι τα κέρδη ήταν μηδενικά ή είχε ζημίες, ενώ το 34,7% καταγράφει κέρδος κάτω των 10,000€.
Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών βαίνει μειούμενος στο 17,6% (από 20,6%). Τη μεγαλύτερη μείωση φαίνεται ότι καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ακόμη μια ένδειξη συγκέντρωσης μεριδίων και τάσης ολιγοπώλησης της αγοράς.
Σωρευτικά, στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 υπερβαίνει το 80% (την τελευταία τριετία η πτώση αγγίζει το 35%). Αντίστοιχα, στην πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕ, προκύπτει μείωση των πωλήσεων για τις μεσαίες επιχειρήσεις κατά 13% την τελευταία τριετία, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ μικρών και μεγαλύτερων επιχειρήσεων.